-
1 ἐπ-αν-όρθωμα
ἐπ-αν-όρθωμα, τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορϑοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
-
2 ἐπανόρθωμα
ἐπ-αν-όρθωμα, τό, Verbesserung; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhilfe -
3 ἐπιεικής
ἐπιεικ-ής, ές,A fitting, meet, suitable, τύμβον οὐ μάλα πολλὸν.., ἀλλ' ἐπιεικέα τοῖον not very large but meet in size, Il.23.246; τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν a fair recompense for them, Od.12.382.—Elsewh. Hom. has only the neut. ἐπιεικές, either in the phrase ὡς ἐπιεικές as is meet, Il.19.147, 23.537, Od.8.389: or c.inf., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκουέμεν whom it may be meet for you to hear, Il.1.547; ὅπλα.. οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων such as is meet they should be, 19.21, cf. 23.50, Od.2.207.II. after Hom.,1. of statements, rights, etc.,a. reasonable, specious, ἡ δὲ τρίτη τῶν ὁδῶν πολλὸν ἐπιεικεστάτη ἐοῦσα μάλισταἔψευσται Hdt.2.22
;ἐ. πρόφασις Th.3.9
; ; ἐπιεικῆ ; ἐ. ὁδός a tolerable road, Plu.Crass.22.b. opp. δίκαιος, fair, equitable, not according to the letter of the law, ἐπανόρθωμανομίμου δικαίου Arist.EN 1137b11
, cf. Rh. 1374a26; τῶν δικαίων τὰἐπιεικέστερα προτιθεῖσι Hdt.3.53
; οὔτε τοὐπ. οὔτε τὴν χάριν οἶδεν, , cf. E.Fr. 645; συγχωρεῖντἀπιεικῆ τινι Ar.Nu. 1438
; ;ἐ. ὁμολογία Th.3.4
; ;τὸ ἐ. καὶ σύγγνωμον Pl.Lg. 757e
; πρὸς τὸ ἐ., = ἐπιεικῶς 3, Th.4.19.2. of persons, able, capable,παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐ., ἄφωνος δέ Hdt.1.85
;οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν τριηράρχων X.HG1.1.30
; τίνες.. τῶν νέων ἐπίδοξοι γενέσθαι ἐ. may be expected to turn out well, Pl.Tht. 143d, cf. Lg. 957a; τοὺς ἐ. καὶ τοῦ δήμουκαὶ τῶν εὐπόρων Arist.Ath.26.1
.b. in moral sense, reasonable, fair, good, ἐ. τὴν ψυχήν, φύσει, Pl.Smp. 210b, R. 538c: abs., Th.8.93, Isoc.1.48, Ep.Jac.3.17, etc.; ἐ. ἄνδρες, opp. μοχθηροί, Arist.Po. 1452b34;ἐ. περὶ τὰ συμβόλαια D.34.30
; τοὐπιεικές fairness, goodness, S.OC 1127.c. with social or political connotation, the upper or educated classes,λέγω ἀντικεῖσθαι τοὺς ἐ. τῷ πλήθει Arist.Pol. 1308b27
, cf. Ath.28.1.III. Adv. - κῶς, [dialect] Ion. - κέως, fairly, tolerably, moderately, ἐγγλύσσει ἐ. Hdt.2.92; ἐ. δάκνειν, παρρησίαν ἄγειν, Phld.Lib.pp.13,45 O.; ἐ. ἔχειν to be pretty well, Hp.Coac. 368; ἐ.ἐξεπίστασθαι Ar.V. 1249
;ἔστι τὸ χωρίον ἐ. ἰσχυρόν Hell.Oxy.13.5
;ἐ. ἀναίσθητον Arist.GC 319b20
;ἐ. πλατύ Id.HA 495b27
, cf. 497a23; οἱ πυρετοὶ ἐς τεταρταῖον ἐ. μεθίστανται about the fourth day, Hp.Coac. 140, cf. Alex.281; ἐ. τὸ τρίτον μέρος pretty nearly, about, Plb.6.26.8; ἐ. οἷοί τε ἦσαν κατέχειν were fairly well able.., Pl.Phd. 117c; ἐ. μὲν.. perhaps, Id.Grg. 493c.2. probably, reasonably, Id.R. 431e, etc.: [comp] Sup. -έστατα, γενέσθαι most suitably, Id.Lg. 753b.3. with moderation, mildly, kindly,οὐκ ἐ. ἐντυγχάνων οὐδὲ πρᾴως Plu.Pyrrh.23
; ἐ.ἔχειν πρός τινα Isoc.15.4
: [comp] Comp.-έστερον, διακείμενοι Id.8.61
.4. generally, usually, Plu.Pel.18, Jul.Mis. 348c, Lib.Or.11.19, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιεικής
См. также в других словарях:
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… … Dictionary of Greek
καταναγκασμός — Έννοια που απασχολεί τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την πρακτική του δικαίου, γιατί αναφέρεται τόσο στη νόμιμη όσο και στην παράνομη χρήση βίας. Ο κ. υπόκειται γενικά σε τριών ειδών διακρίσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
ποινικό μητρώο — Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573 580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του… … Dictionary of Greek
Ατίλιος νόμος — (Atilia lex). Νόμος του ρωμαϊκού δικαίου που καθιερώθηκε τον 2o αι. π.Χ. και ρύθμιζε όσα αναφέρονταν στην κηδεμονία των ορφανών και των γυναικών. Σε περίπτωση αμέλειας του νόμιμου ή εκείνου που οριζόταν από διαθήκη κηδεμόνας, ο πραίτορας διόριζε … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek